πορθμέας

πορθμέας
ο
αυτός που περνά ανθρώπους και πράγματα από τη μια ακτή στην άλλη, αλλ. περάτης, βαρκάρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πορθμέας — ο / πορθμεύς, έως, ιων. γεν. πορθμῆος, ΝΜΑ αυτός που διαπορθμεύει, που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά ανθρώπων με πορθμείο στην απέναντι όχθη ή ακτή αρχ. 1. (για τον Χάρωνα) αυτός που μετέφερε τις ψυχές τών νεκρών 2. ναύτης επιβατηγού πλοίου 3.… …   Dictionary of Greek

  • πορθμέας — πορθμέᾱς , πορθμεύς ferryman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθμεύω — ΝΑ [πορθμός] μεταφέρω στην απέναντι όχθη ή ακτή, είμαι πορθμέας («...τοὺς πορθμέας... εἰς Σαλαμῑνα πορθμεύοντας», Αισχίν.) αρχ. 1. μεταφέρω κάποιον κάπου («ἀλλὰ μ ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα», Σοφ.) 2. οδηγώ κάποιον σε μια κατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • -άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • περάτης — Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα δυτικά και κοντά στα Ιωάννινα. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (4 τ. χλμ., κάτ.). * * * και περατής, ο, ΝΑ [περώ] 1. οδηγός πορθμείου,… …   Dictionary of Greek

  • περατάρης — ο ο πορθμέας, ο περάτης …   Dictionary of Greek

  • πορευτής — ὁ, Α [πορεύω] πορθμέας …   Dictionary of Greek

  • πορεύς — έως, ὁ, Α πορθμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος «πέρασμα» + επίθημα εύς (πρβλ. λογ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • πορθμάριος — ὁ, Α πορθμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορθμός + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”